προάνθησις

προάνθησις
προάνθ-ησις, εως, ,
A previous or first bloom, Sch.Ar.Pax198, Hsch. s.v. κύτταρος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προάνθησιν — προάνθησις previous fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προάνθηση — η / προάνθησις, ήσεως, ΝΑ ο πρώτος ανθός, το πρώτο άνθισμα νεοελλ. βοτ. η διάταξη τών τμημάτων τού περιανθίου στον ανώριμο ανθικό οφθαλμό, στο μπουμπούκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προανθῶ. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής αποτελεί απόδοση ξεν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”