- προάνθησις
- προάνθ-ησις, εως, ἡ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προάνθησιν — προάνθησις previous fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προάνθηση — η / προάνθησις, ήσεως, ΝΑ ο πρώτος ανθός, το πρώτο άνθισμα νεοελλ. βοτ. η διάταξη τών τμημάτων τού περιανθίου στον ανώριμο ανθικό οφθαλμό, στο μπουμπούκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προανθῶ. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής αποτελεί απόδοση ξεν.… … Dictionary of Greek